ἀν-οικτίρμων

ἀν-οικτίρμων

ἀν-οικτίρμων, ον, unbarmherzig, Soph. frg. 587; Antp. Sid. 102 (VII, 303).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οἰκτίρμων — merciful masc/fem nom sg οἰκτιρμων merciful masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικτίρμων — ον (ΑΜ οἰκτίρμων, ον) ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος («ὁ κύριος ὁ Θεὸς οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ΠΔ). επίρρ... οικτιρμόνως (Μ οἰκτιρμόνως) με οικτίρμονα τρόπο, ευσπλαγχνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτίρω + επίθημα μων (πρβλ. ιχνεύ μων)] …   Dictionary of Greek

  • οἰκτιρμῶν — οἰκτιρμός pity masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίρμονα — οἰκτίρμων merciful neut nom/voc/acc pl οἰκτίρμων merciful masc/fem acc sg οἰκτιρμων merciful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτιρμόνων — οἰκτίρμων merciful gen pl οἰκτιρμων merciful masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίρμονας — οἰκτίρμων merciful masc/fem acc pl οἰκτιρμων merciful masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίρμονες — οἰκτίρμων merciful masc/fem nom/voc pl οἰκτιρμων merciful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίρμονι — οἰκτίρμων merciful dat sg οἰκτιρμων merciful masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίρμονος — οἰκτίρμων merciful gen sg οἰκτιρμων merciful masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτίρμοσιν — οἰκτίρμων merciful dat pl οἰκτιρμων merciful masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκτιρμόνως — οἰκτίρμων merciful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”