- ὀνησί-πολις
ὀνησί-πολις, dem Staate nützend, δίκη, Simonid. bei Plat. Prot. 346 c, nach Hermann's Em. für ὀνήσει πόλιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνησί-πολις, dem Staate nützend, δίκη, Simonid. bei Plat. Prot. 346 c, nach Hermann's Em. für ὀνήσει πόλιν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταραξίπολις — όλιδος, ὁ, ἡ, Α άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + πόλις (πρβλ. ὀνησί πολις)] … Dictionary of Greek