ἀ-βοσκής

ἀ-βοσκής

ἀ-βοσκής, Nic. Ther. 124, der nicht gefressen hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βοσκῆς — βοσκή fodder fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • αμαλαγάδα — η (για τόπους βοσκής) έκταση αβόσκητη, ανέπαφη, ανέγγιχτη· [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάλαγος + παραγ. κατάλ. άδα] …   Dictionary of Greek

  • απολυσώνας — κ. σιώνας, ο 1. χώρος όπου βόσκουν ελεύθερα τα πρόβατα ή άλλα ζωντανά 2. ελευθερία να μαζέψει κανείς τις ελιές που απόμειναν στο λιοστάσι 3. ελευθερία βοσκής 4. ελεύθερη διαβίωση, ασυδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απόλυση + (παραγωγική κατάλ.) ώνας] …   Dictionary of Greek

  • βοτάνη — η (AM βοτάνη) 1. χορτάρι, κατάλληλο κυρίως για ζωοτροφή 2. φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο μσν. νεοελλ. 1. μαγικό βότανο 2. πυρίτιδα, μπαρούτι αρχ. 1. τόπος βοσκής, λιβάδι 2. αγριόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτόν. ΠΑΡ. βοτάνι ( ιον), βοτανίζω,… …   Dictionary of Greek

  • εννόμιος — ἐννόμιος, ον (AM) [νομή] 1. ο κατάλληλος τόπος για βοσκή («μισθωσάμενοι... ὅσ ἄλλ ἐννόμια [ενν. χωρία]», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννόμιον φόρος βοσκής …   Dictionary of Greek

  • επίνομος — ἐπίνομος, ον (Α) [νόμος] 1. αυτός που κατοικεί στη χώρα, ο επιχώριος («ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγυρέα καλεῑ συνίμεν», Πίνδ.) 2. νόμιμος, κανονικός 3. κληρονόμος επιγρ. 4. ως ουσ. κάτοχος βοσκής επιγρ …   Dictionary of Greek

  • επινομή — ἐπινομή, ἡ (Α) [νομή] 1. διάδοση, εξάπλωση, ιδίως μτφ. για τη φωτιά («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ βοήθεια τὴν ἐπινομήν», Πλούτ.) 2. απαίτηση βοσκής 3. διαταγή, παραγγελία 4. στον πληθ. ἐπινομαί επίθεση επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • ιπποβόσιον — ἱπποβόσιον, τὸ (Μ) [ιππόβοτος] η επιτήρηση τών αλόγων κατά την ώρα τής βοσκής …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”