- ἀ-νοσία
ἀ-νοσία ἡ, Krankheitslosigkeit, Poll. 3, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-νοσία ἡ, Krankheitslosigkeit, Poll. 3, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιονοσία — η ιατρ. νόσος, πάθηση τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. α νοσία μακρο νοσία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heart disease] … Dictionary of Greek
οξυνοσία — ὀξυνοσία, ἡ (Α) σοβαρή, οξεία νόσος που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. μακρο νοσία] … Dictionary of Greek
ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… … Dictionary of Greek