ἀν-αίτιος

ἀν-αίτιος

ἀν-αίτιος (ἀναιτία fem. Aesch. Ch. 860 Her. 9, 110), unschuldig, nicht Schuld od. Ursache von etwas, ἀναίτιον αἰτιάασϑαι, den Unschuldigen anklagen, Il. 18, 775 u. öfter; ἀϑανάτοις, schuldlos vor den Göttern, Hes. O. 825; κακίας, κακῶν, am Unglück, Plat. Tim. 42 d Rep. II, 379 b; ἀφροσύνης, von Wahnsinn frei zu sprechen, Xen. Cyr. 1, 5, 10; ἀναίτιος ἔσῃ παρὰ τοῖς στρατιώταις, du wirst nicht von ihnen angeklagt werden, 1, 6, 10. – Adv., Sp. neben ἀγεννήτως, Plut. de an. procr. e Tim. b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἴτιος — culpable masc nom sg αἴτιος culpable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… …   Dictionary of Greek

  • αίτιος — α, ο 1. ο υπεύθυνος, ο υπόλογος για κάτι: Αυτός ήταν ο αίτιος της καταστροφής τους. 2. το ουδ. ως ουσ., το αίτιο η αιτία: Το κύριο αίτιο για την κατάσταση αυτή είναι η οικονομική αστάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰτιώτερον — αἴτιος culpable adverbial comp αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωτάτω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωτάτων — αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωτέρων — αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώτατα — αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώτατον — αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτίω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/neut gen sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/fem/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) αἰτέω ask pres subj act 1st sg (doric) αἰτέω ask pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴτιον — αἴτιος culpable masc acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἴτιος culpable masc/fem acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἰτέω ask imperf ind act 3rd pl (doric) αἰτέω ask imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”