αἴτιος — culpable masc nom sg αἴτιος culpable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αίτιος — α, ο 1. ο υπεύθυνος, ο υπόλογος για κάτι: Αυτός ήταν ο αίτιος της καταστροφής τους. 2. το ουδ. ως ουσ., το αίτιο η αιτία: Το κύριο αίτιο για την κατάσταση αυτή είναι η οικονομική αστάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιώτερον — αἴτιος culpable adverbial comp αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιωτάτω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιωτάτων — αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιωτέρων — αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιώτατα — αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιώτατον — αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/neut gen sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/fem/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) αἰτέω ask pres subj act 1st sg (doric) αἰτέω ask pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτιον — αἴτιος culpable masc acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἴτιος culpable masc/fem acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἰτέω ask imperf ind act 3rd pl (doric) αἰτέω ask imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)