ἀν-αίσθητος

ἀν-αίσθητος

ἀν-αίσθητος, 1) unempfindlich, gefühllos, stumpfsinnig, Thuc. 6, 86; τινός, gegen etwas, Plat. Tim. 65 a Legg. VIII, 843 a; σκαιὸς καὶ ἀν. Dem. 18, 120; τὸ ἀν., Stumpfsinn, Thuc. 1, 69. – 2) nicht empfunden, nicht empfindbar, ϑάνατος Thuc. 2, 43; ἀόρατον καὶ ἀν. Plat. Tim. 52 a, öfter. – Adv. ἀναισϑήτως ἔχειν, unempfindlich sein, Plut. Sol. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αἰσθητός — sensible masc nom sg αἰσθητός sensible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… …   Dictionary of Greek

  • αισθητός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις: Οι φυσικές επιστήμες ασχολούνται μόνο με τον αισθητό κόσμο. 2. φανερός, σημαντικός: Αισθητή ήταν χθες η απουσία σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰσθητόν — αἰσθητός sensible masc acc sg αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc sg αἰσθητός sensible masc/fem acc sg αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητοῖς — αἰσθητός sensible masc/neut dat pl αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητοῖσι — αἰσθητός sensible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητοί — αἰσθητός sensible masc nom/voc pl αἰσθητός sensible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητούς — αἰσθητός sensible masc acc pl αἰσθητός sensible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητῶς — αἰσθητός sensible adverbial αἰσθητός sensible adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητῷ — αἰσθητός sensible masc/neut dat sg αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσθητότερα — αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc comp pl αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”