αἰσθητός — sensible masc nom sg αἰσθητός sensible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… … Dictionary of Greek
αισθητός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις: Οι φυσικές επιστήμες ασχολούνται μόνο με τον αισθητό κόσμο. 2. φανερός, σημαντικός: Αισθητή ήταν χθες η απουσία σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσθητόν — αἰσθητός sensible masc acc sg αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc sg αἰσθητός sensible masc/fem acc sg αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητοῖς — αἰσθητός sensible masc/neut dat pl αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητοῖσι — αἰσθητός sensible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητοί — αἰσθητός sensible masc nom/voc pl αἰσθητός sensible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητούς — αἰσθητός sensible masc acc pl αἰσθητός sensible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητῶς — αἰσθητός sensible adverbial αἰσθητός sensible adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητῷ — αἰσθητός sensible masc/neut dat sg αἰσθητός sensible masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσθητότερα — αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc comp pl αἰσθητός sensible neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)