- ἀν-αίσιος
ἀν-αίσιος, s. L, für ἐναίσιος, Plat. Legg. V, 747 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-αίσιος, s. L, für ἐναίσιος, Plat. Legg. V, 747 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αἴσιος — auspicious masc nom sg αἴσιος auspicious masc/fem nom sg αἶσις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek
αίσιος — α, ο αυτός που δίνει ελπίδα για καλή έκβαση, ευνοϊκός: Αίσιο και ευτυχές το νέο έτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀίσιος — ᾆσις singing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιώτερον — αἴσιος auspicious adverbial comp αἴσιος auspicious masc acc comp sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc comp sg αἴσιος auspicious masc acc comp sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc comp sg αἴσιος auspicious adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιώτατα — αἴσιος auspicious adverbial superl αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl pl αἴσιος auspicious adverbial superl αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιώτατον — αἴσιος auspicious masc acc superl sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl sg αἴσιος auspicious masc acc superl sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσίως — αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc acc pl (doric) αἴσιος auspicious adverbial αἴσιος auspicious masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴσιον — αἴσιος auspicious masc acc sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc sg αἴσιος auspicious masc/fem acc sg αἴσιος auspicious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσίων — αἴσιος auspicious fem gen pl αἴσιος auspicious masc/neut gen pl αἴσιος auspicious masc/fem/neut gen pl αἶσις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσιωτάτην — αἴσιος auspicious fem acc superl sg (attic epic ionic) αἴσιος auspicious fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)