ἀδέλφιον

ἀδέλφιον

ἀδέλφιον, τό, Brüderchen, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αδέλφιον — ἀδέλφιον, το (Α) [ἀδελφός] αδελφός, αδέλφι* …   Dictionary of Greek

  • ἀδέλφιον — Zweiter Bericht neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφίου — ἀδέλφιον Zweiter Bericht neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφίων — ἀδέλφιον Zweiter Bericht neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδελφίῳ — ἀδέλφιον Zweiter Bericht neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέλφια — ἀδέλφιον Zweiter Bericht neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέλφι — και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός] αδελφός ή αδελφή νεοελλ. 1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος 2. όμοιος, ταίρι 3. αγαπητός, αχώριστος φίλος 4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος 5. ο πλακούντας τού… …   Dictionary of Greek

  • αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην …   Dictionary of Greek

  • АФАНАСИЙ I ВЕЛИКИЙ — [Греч. ̓Αθανάσιος ὁ Μέγας] (ок. 295, Александрия? 2.05.373, там же), cвт. (пам. 18 янв., 2 мая), еп. Александрийский (с 8 июня 328), великий отец и учитель Церкви. Свт. Афанасий Великий. Фреска собора мон ря прп. Антония Великого в Египте. XIII в …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”