- ἀδέλφιξις
ἀδέλφιξις, ἡ, Verwandtschaft, Aehnlichkeit, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀδέλφιξις, ἡ, Verwandtschaft, Aehnlichkeit, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδέλφιξις — ἀδέλφιξις ( εως), η (Α) [ἀδελφίζω] αδελφικότητα, στενός φιλικός δεσμός ή συγγένεια … Dictionary of Greek
ἀδελφίξιας — ἀδέλφιξις brotherhood fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφίζω — ἀδελφίζω (Α) [ἀδελφός] 1. κάνω ή καλώ κάποιον αδελφό μου 2. συνδέομαι με αδελφική φιλία 3. παθ. μοιάζω πολύ με κάτι ή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός. ΠΑΡ αρχ. ἀδέλφιξις νεοελλ. αδελφισμός] … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek