ἀ-μαθής

ἀ-μαθής

ἀ-μαθής, ές, 1) zuerst Her. 1, 33, der nichts gelernt hat, ohne wissenschaftliche Bildung, Plat. Euthyd. 276 b, wo die Bdtg von unwissend und dumm verwechselt werden; dem σοφός entgegengesetzt, Conv. 204 a; dem γνωμονικός, Rep. V, 467 c; neben ἀνόητος, was allgemeiner den rohen, dummen bezeichnet, Tim. Locr. 104 e; Tim. 92 b; Ar. Nub. 492 vrbdt ἀμαϑὴς καὶ βάρβαρος; τινός, Thuc. 4, 41 u. sonst, περί τινος, Plat. Eryx. 394 e; aber ἀμαϑέστερον καὶ σαφέστερον εἰπέ, ohne gelehrte Künstelei, schlichter u. deutlicher, Ar. Ran. 1441, was nach Suid. sprichwörtlich wurde; ἀτεχνότεροι καὶ ἀμαϑέστεροι πρός τι, ungelehriger, ungeschickter. Die attische Urbanität braucht es für ἀγροῖκος, etwa wie unser ungebildet, Dem. Lept. 119, von dem, der schicklicher Weise etwas nicht hätte sagen sollen; vgl. Hipp. mai. 290 d. – 2) pass., ungekannt, Eur. Ion 916. – Adv. ἀμαϑῶς, ἔχειν τινός Ael. N. A. 6, 5; unerwartet, Thuc. 1, 140; bei Ar. Lys. 1117 dem οἰκείως entgegenstehend, roh.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • μάθης — μάθη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάθῃς — μάθη fem dat pl (epic) μανθάνω learn aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μάθηις — μάθῃς , μάθη fem dat pl (epic) μάθῃς , μανθάνω learn aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… …   Dictionary of Greek

  • ευρυμαθής — ές αυτός που έχει ευρεία μάθηση, πλούτο γνώσεων, ο πολυμαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + μαθής (< μάθος), πρβλ. α μαθής, πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ημιμαθής — ές (Α ἡμιμαθής, ές) αυτός που έχει ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες γνώσεις, αυτός που γνωρίζει ατελώς, ελλιπώς, μια επιστήμη ή μια τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαθής (< μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. α μαθής πολυ μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ιταλομαθής — ές αυτός που γνωρίζει και χειρίζεται καλά τα ιταλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + μαθής (< μάθος, το < μανθάνω), πρβλ. αγγλο μαθής, γαλλο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • κακομαθής — ές (Α κακομαθής, ές) αυτός που μαθαίνει κάτι δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαθής (< μάθος), πρβλ. φιλο μαθής, χρηστο μαθής] …   Dictionary of Greek

  • ισπανομαθής — ές ο κάτοχος, ο γνώστης τής ισπανικής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἱσπανός + μαθής (< μάθος < θ. μαθ. τού μανθάνω, πρβλ. αόρ. β έ μαθ ον), πρβλ. ελληνο μαθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”