- ἀμβλ-ώψ
ἀμβλ-ώψ, ῶπος, = ἀμβλωπής, Eur. αὐγαί, Rhes. 737.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλ-ώψ, ῶπος, = ἀμβλωπής, Eur. αὐγαί, Rhes. 737.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαμβλώ — ἐξαμβλῶ, έω (Α) (για γυναίκα) αποβάλλω το έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + θ. αμβλ. τού αμβλίσκω] … Dictionary of Greek