- ἀμβλώσιμος
ἀμβλώσιμος, zur Fehlgeburt gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλώσιμος, zur Fehlgeburt gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμβλώσιμος — η, ο (Α ἀμβλώσιμος, ον) νεοελλ. αυτός που υπόκειται σε άμβλωση, που μπορεί να υποστεί άμβλωση αρχ. αυτός που έχει σχέση με άμβλωση ή αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβλωσις + παραγ. κατάλ. ιμος] … Dictionary of Greek
ἀμβλώσιμον — ἀμβλώσιμος belonging to abortion masc/fem acc sg ἀμβλώσιμος belonging to abortion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek