- ἀμβλυ-χειλής
ἀμβλυ-χειλής, ές. mit stumpfen Lippen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλυ-χειλής, ές. mit stumpfen Lippen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιχειλής — ἐπιχειλής, ές (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη 2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη 3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος 4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῑνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» με… … Dictionary of Greek
ισοχειλής — ἰσοχειλής, ές (Α) 1. (για αγγεία, δοχείο ή σκεύος) αυτός που είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη 2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χειλής (< χεῑλος), πρβλ. αμβλυ χειλής, λεπτο χειλής] … Dictionary of Greek