- ἀνα-λυτήρ
ἀνα-λυτήρ, ῆρος, ὁ, der Erlöser, Befreier, δόμων Aesch. Ch. 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-λυτήρ, ῆρος, ὁ, der Erlöser, Befreier, δόμων Aesch. Ch. 158.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek