- ἀμβλυ-ωπός
ἀμβλυ-ωπός, = -ωπής, ἀμβλυωπότερον γίγνεσϑαι τὰς ὄψεις Ath. X, 435 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμβλυ-ωπός, = -ωπής, ἀμβλυωπότερον γίγνεσϑαι τὰς ὄψεις Ath. X, 435 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιλλωπώ — ἰλλωπῶ, έω (Α) ιλλωπίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός + ωπῶ (< ωπος < ωψ < *ὤψ, *ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αμβλυ ωπώ, οξυ ωπώ] … Dictionary of Greek