ἀν-αξία

ἀν-αξία

ἀν-αξία, , der Unwerth, die Unwürdigkeit, Zeno bei Diog. L. 7, 105. Vgl. ἀνάξιος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀξία — ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc/acc dual ἀξίᾱ , ἀξία worth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱ , ἀξιάω Hoffmann Inscr.… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίᾳ — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξίαι , ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • αξία — η 1. το τίμημα, η τιμή κάποιου πράγματος: Το σπίτι αυτό σήμερα έχει μεγάλη αξία. 2. το σύνολο των ιδιοτήτων που κάνουν ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα σπουδαίο, σημαντικό: Η βιομηχανία έχει μεγάλη αξία για μια χώρα. 3. «κινητές αξίες» ή μόνο «αξίες», οι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄξια — ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπελθόντων τῶν ὀμμάιων τὰ τὴς μνήμης ἄξια ἐκ τοῦ νοῦ ῥάδιως ἐκφεύγει. — См. С глаз долой из памяти вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀξίας — ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem acc pl ἀξίᾱς , ἄξιος counterbalancing fem gen sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱς , ἀξία worth fem acc pl ἀξίᾱς , ἀξία worth fem gen sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱς , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίαν — ἀξίᾱν , ἄξιος counterbalancing fem acc sg (attic doric aeolic) ἀξίᾱν , ἀξία worth fem acc sg (attic doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ξίᾱν , ἀξιάω Hoffmann Inscr. imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξίαι — ἀξίᾱͅ , ἄξιος counterbalancing fem dat sg (attic doric aeolic) ἀξία worth fem nom/voc pl ἀξίᾱͅ , ἀξία worth fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιῶν — ἀξία worth fem gen pl ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc voc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act neut nom/voc/acc sg ἀξιάω Hoffmann Inscr. pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀξιόω think pres part act masc voc sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄξι' — ἄξια , ἄξιος counterbalancing neut nom/voc/acc pl ἄξιε , ἄξιος counterbalancing masc voc sg ἄξιαι , ἄξιος counterbalancing fem nom/voc pl ἄ̱ξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἄξιο , ἄγω lead aor ind mid 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”