ἀνα-μίξ

ἀνα-μίξ

ἀνα-μίξ, vermischt, durcheinander, Her. 1, 103; Thuc. 3, 107 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιξ — μίξ (ΑΜ) επίρρ. μίγα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από επιρρήματα σε μιξ (πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ), βλ. μίγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • μεταμίξ — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) αναμεμιγμένα, ανάμικτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίξ (< μίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ, επι μίξ] …   Dictionary of Greek

  • παραμίξ — Α επίρρ. αναμεμιγμένα ή συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μιξ (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. ανα μίξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”