- ἀναξία
ἀναξία, ἡ (ἀνάσσω), 1) Geheiß, Auftrag, im plur., Pind. N. 8, 10. – 2) bei Aesch. frg. 9 nach Hesych. βασιλεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναξία, ἡ (ἀνάσσω), 1) Geheiß, Auftrag, im plur., Pind. N. 8, 10. – 2) bei Aesch. frg. 9 nach Hesych. βασιλεία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναξία — ἀναξίᾱ , ἀνάξιος unworthy fem nom/voc/acc dual ἀναξίᾱ , ἀνάξιος unworthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀναξίᾱ , ἀναξία command fem nom/voc/acc dual ἀναξίᾱ , ἀναξία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίᾳ — ἀναξίᾱͅ , ἀνάξιος unworthy fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναξίαι , ἀναξία command fem nom/voc pl ἀναξίᾱͅ , ἀναξία command fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξία — Ἀναξίᾱ , Ἀναξίης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναξία — (I) ἀναξία, η (Α) [ἄναξ] 1. διαταγή, εντολή 2. το αξίωμα τού βασιλιά, βασιλεία. (II) ἀναξία, η (Α) [ἀξία] έλλειψη αξίας, αναξιότητα, κατωτερότητα … Dictionary of Greek
ἀνάξια — ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίας — ἀναξίᾱς , ἀνάξιος unworthy fem acc pl ἀναξίᾱς , ἀνάξιος unworthy fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναξίᾱς , ἀναξία command fem acc pl ἀναξίᾱς , ἀναξία command fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναξίαν — ἀναξίᾱν , ἀνάξιος unworthy fem acc sg (attic doric aeolic) ἀναξίᾱν , ἀναξία command fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀναξίας — Ἀναξίᾱς , Ἀναξίης masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάξι' — ἀνάξιι , ἄναξις bringing up fem dat sg (epic doric ionic aeolic) ἀνάξιε , ἄναξις bringing up fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξια , ἀνάξιος unworthy neut nom/voc/acc pl ἀνάξιε ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… … Dictionary of Greek
αμελητέος — α, ο (Α ἀμελητέος, α, ον) [ἀμελῶ] 1. ο ανάξιος λόγου και υπολογισμού, ασήμαντος, τιποτένιος 2. φρ. «αμελητέα ποσότητα», ανάξια λόγου, ασήμαντη ποσότητα (λέγεται και για πρόσωπα) αρχ. αυτός, για τον οποίο δεν πρέπει κανείς να φροντίσει … Dictionary of Greek