- ἀ-δείμαντος
ἀ-δείμαντος, frei von Furcht, unerschrocken, Pind. παῖς I. 1, 12; σπέρμα N. 10, 17; οὐκ ἐμαυτῆς οὖσ' ἀδ. Aesch. Pers. 158; πούς Eur. Rhes. 697. – Adv. ἀδειμάντως, Aesch. Ch. 760.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δείμαντος, frei von Furcht, unerschrocken, Pind. παῖς I. 1, 12; σπέρμα N. 10, 17; οὐκ ἐμαυτῆς οὖσ' ἀδ. Aesch. Pers. 158; πούς Eur. Rhes. 697. – Adv. ἀδειμάντως, Aesch. Ch. 760.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείμαντος — δέμω build aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδείμαντος — ον, Α αυτός που προκαλεί φόβο σε όλους, ο φοβερός σε όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δειμαίνω «φοβάμαι» (πρβλ. α δείμαντος)] … Dictionary of Greek