- ἀνα-κίνησις
ἀνα-κίνησις, ἡ, das Erheben u. Bewegen der Arme, als Vorübung zum Faustkampfe, dah. übh. Vorübung, προοίμια καὶ σχεδὸν οἷόν τινες ἀνακινήσεις Plat. Legg. IV, 722 d; Aufregung, φρενῶν Soph. O. R. 727.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνα-κίνησις, ἡ, das Erheben u. Bewegen der Arme, als Vorübung zum Faustkampfe, dah. übh. Vorübung, προοίμια καὶ σχεδὸν οἷόν τινες ἀνακινήσεις Plat. Legg. IV, 722 d; Aufregung, φρενῶν Soph. O. R. 727.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέρος — το (ΑM μέρος) 1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.) 2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε … Dictionary of Greek