ἀν-ακίδωτος

ἀν-ακίδωτος

ἀν-ακίδωτος, nicht zugespitzt, Arcad. 82, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκιδωτός — pointed masc nom sg ἀκιδωτός pointed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακιδωτός — ή, ό και αγκιδωτός (Α ἀκιδωτός, ή, ὸν) [ἀκίς] οξύς, αιχμηρός …   Dictionary of Greek

  • ἀκιδωτά — ἀκιδωτόν neut nom/voc/acc pl ἀκιδωτός pointed neut nom/voc/acc pl ἀκιδωτά̱ , ἀκιδωτός pointed fem nom/voc/acc dual ἀκιδωτά̱ , ἀκιδωτός pointed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδωτῶν — ἀκιδωτόν neut gen pl ἀκιδωτός pointed fem gen pl ἀκιδωτός pointed masc/neut gen pl ἀκιδωτός pointed masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκιδωτόν — neut nom/voc/acc sg ἀκιδωτός pointed masc acc sg ἀκιδωτός pointed neut nom/voc/acc sg ἀκιδωτός pointed masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκιδωτός — ή, ό αυτός που έχει αγκίδες, ο ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκιδωτός < ἀκίς] …   Dictionary of Greek

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • ανηκίδωτος — ἀνηκίδωτος, ον (Α) [ακιδωτός] ο χωρίς ακίδα, αυτός που δεν έχει αιχμή …   Dictionary of Greek

  • βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… …   Dictionary of Greek

  • επίλογχος — (I) ἐπίλογχος, ον (Α) 1. φρ. «ἐπίλογχον βέλος» βέλος με αιχμηρή άκρη 2. οξύληκτος, ακιδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «αιχμή δόρατος, δόρυ, ξίφος»]. (II) ἐπίλογχος, ον (Α) αυτός που λαμβάνεται με κλήρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λόγχη «κλήρος, μοίρα»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”