- ἀβακίσκος
ἀβακίσκος, ὁ, dim. von ἄβαξ, Moschion bei Athen. V, 207 c Mosaiktäfelchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀβακίσκος, ὁ, dim. von ἄβαξ, Moschion bei Athen. V, 207 c Mosaiktäfelchen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αβακίσκος — ἀβακίσκος, ο (Α) [άβακας] 1. μικρή πέτρα ή ψήφος κατάλληλη για ψηφιδωτό 2. το ίδιο το ψηφιδωτό ή μέρος του … Dictionary of Greek
ἀβακίσκοις — ἀβακίσκος small stone for inlaying masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβακας — I Αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό των αρχαίων ρυθμών: η πέτρινη ή μαρμάρινη, τετράγωνη, πολυγωνική ή κυκλική πλάκα, που είναι τοποθετημένη επάνω από το κιονόκρανο. Μικρού πάχους κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, αποκτά μεγαλύτερο ύψος στη … Dictionary of Greek