- ἀ-δελφή
ἀ-δελφή, ἡ, Schwester, s. ἀδελφός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-δελφή, ἡ, Schwester, s. ἀδελφός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
SOROR — de Furiis κατ᾿ ἐξοχὴν, apud Statium l. 2. Sylv. 1. v. 185. Nulla Soror flammis, nulla assurgentibus hydris Terrebit De Parcis item, Horatius Carm. l. 2. Od. 3. v. 15. Dum res et aetas et Sororum Fila trium patiuntur atra etc. Apud rei… … Hofmann J. Lexicon universale
πρωτοξάδελφος — ο θηλ. δέλφη και πρωτοξάδερφος θηλ. δέρφη σχέση συγγενική ανάμεσα στα παιδιά δύο αδελφών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)