- ὀδελός
ὀδελός, ὁ, böot. u. äol. = ὀβελός u. ὀβολός, Ar. Ach. 761.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀδελός, ὁ, böot. u. äol. = ὀβελός u. ὀβολός, Ar. Ach. 761.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδελός — ὀδελός, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. οβελός … Dictionary of Greek
Obol (coin) — For the brachiopod genus, see Obolus (brachiopod). Not to be confused with Obelus. Above: Six rod shaped obeloi (oboloi) displayed at the Numismatic Museum of Athens, discovered at Heraion of Argos. Below: grasp of six oboloi forming one drachma … Wikipedia
ημιωδέλιον — ἡμιωδέλιον, τὸ (Α) βλ. ημιωβόλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οδελός «οβολός», το ω λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
οβελός — ο (ΑΜ ὀβελός, Α δωρ. τ. ὀβελός, θεσσ. τ. ὀβελλός) 1. σιδερένια ή ξύλινη λεπτή, αιχμηρή και επιμήκης ράβδος πάνω στην οποία ψήνονται, αφού διαπεραστούν, τεμάχια κρέατος ή και ολόκληρα σφάγια, η σούβλα 2. μικρή οριζόντια γραμμή ( ) ή βέλος με το… … Dictionary of Greek
οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες … Dictionary of Greek
οδελονόμος — ὀδελονόμος, ὁ (Α) τίτλος ανώτατου οικονομικού αξιωματούχου στην Τροιζήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδελός, δωρ. τ. τής λ. ὀβε λός + νόμος*] … Dictionary of Greek
οδολκαί — ὀδολκαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες) «ὀβολοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλ. παρεφθαρμένος τ. του ὀβελός / ὀδελός] … Dictionary of Greek
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek
υπώβολος — και δωρ. τ. ὑπώδελος, ον, Α υποθηκευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώβολος / ώδελος (< ὀβολός / ὀβελός / ὀδελός), πρβλ. τριώβολον / τρι ώδελον. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
gʷel-1 — gʷel 1 English meaning: to stick; pain, death Deutsche Übersetzung: 1. ‘stechen”; 2. “(stechender) Schmerz, Qual, Tod” Material: 1. Gk. δέλλιθες “Wespen”, Hes.; βελόνη f. “cusp, peak, needle”, ὀξυβελής ὀιστός Hom.; but βέλος n.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
sā u̯ el-, sāu̯ ol-, suu̯el-, su̯el-, sūl- , (*sweĝhu̯el-) — sā u̯ el , sāu̯ ol , suu̯el , su̯el , sūl , (*sweĝhu̯el ) English meaning: sun Deutsche Übersetzung: ‘sonne” Note: Root sü u̯ el , süu̯ ol , suu̯él , su̯el , sūl , (*seĝhu̯el ): ‘sun” derived from a compound of Root se :… … Proto-Indo-European etymological dictionary