ἀδελφίδιον, τό, Brüderchen, Ar. Ran. 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek