ἀνδρ-ώδης

ἀνδρ-ώδης

ἀνδρ-ώδης, mannhaft, muthig, ἀνδρωδέστερος καὶ πλέονος ἄξιος Isocr. 5, 76; Xen. u. Folgd.; von den spartanischen Frauen, Plut. Lyc. et Num. 3; σύμπτωσις Pol. 11, 13; ῥυϑμοί, kräftige, D. Hal. Dem. 43; vgl. C. V. 16. – Adv., ἀνδρωδῶς διακεῖσϑαι, standhaft bleiben, Isocr. 12, 31; neben γενναίως Pol. 1, 31, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”