- ἀνδρῷος
ἀνδρῷος, = ἀνδρεῖος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρῷος, = ἀνδρεῖος, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανδρώος — ἀνδρῷος, α, ον (Α) αυτός που ταιριάζει ή χρησιμεύει στους άνδρες, ανδρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός, αναλογικά προς το πατρώος] … Dictionary of Greek
ἀνδρώας — ἀνδρώᾱς , ἀνδρῶος fem acc pl ἀνδρώᾱς , ἀνδρῶος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρώων — ἀνδρόω change into a man pres part act masc nom sg (epic) ἀνδρῶος fem gen pl ἀνδρῶος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek