- ἀνδράχλη
ἀνδράχλη (ἄνϑραξ), Kohlenbecken, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδράχλη (ἄνϑραξ), Kohlenbecken, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδράχλη — Arbutus Andrachne. fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράχλῃ — ἀνδράχλη Arbutus Andrachne. fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράχλης — ἀνδράχλη Arbutus Andrachne. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντράκλα — κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου… … Dictionary of Greek