- ἀνδράχνη
ἀνδράχνη, ἡ, auch ἄνδραχνος, ὁ, Portulak, Luc. Tragodop. 150; Theophr.; Paus. 9, 28, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδράχνη, ἡ, auch ἄνδραχνος, ὁ, Portulak, Luc. Tragodop. 150; Theophr.; Paus. 9, 28, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδράχνη — Arbutus Andrachne. fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράχνῃ — ἀνδράχνη Arbutus Andrachne. fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδράχνη — (andrachne). Φυτό ποώδες, άτριχο και μισοξυλώδες, που βρίσκεται σπάνια στη δυτική Ευρώπη και μόνο σε χέρσα εδάφη. Το είδος α. η τελεφιοειδής φύεται σε όλη την Ελλάδα, σε χέρσα και βραχώδη εδάφη. Η κοινή της ονομασία είναι αντράκλαγλυστρίδα και… … Dictionary of Greek
ἀνδραχνῶν — ἀνδράχνη Arbutus Andrachne. fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράχνην — ἀνδράχνη Arbutus Andrachne. fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράχνης — ἀνδράχνη Arbutus Andrachne. fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντράκλα — κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου… … Dictionary of Greek
Portulaca oleracea — Scientific classification Kingdom: Plantae (unranked) … Wikipedia
ANDRACHNE — Grae Ἀνδράχνη, arbor Graecis peculiaris nec proin nomen habens in Latio, de qua vide Salmas. ad Solin. p. 510 … Hofmann J. Lexicon universale
γλιστρίδα — και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) [γλιστρώ] 1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα 2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» φλυαρεί ακατάσχετα … Dictionary of Greek
επιφύομαι — (AM ἐπιφύω και παθ. ἐπιφύομαι) [φύω, ομαι] 1. παθ. (και μτφ.) φυτρώνω, εκβλαστάνω από κάτι ως σάρκωμα ή εξόγκωμα, ως έκφυση (α. «τὸ δὲ ἱππομανές... ἐπιφύεται μέν, ὥσπερ λέγεται, τοῑς πώλοις, αἱ δὲ ἵπποι περιλείχουσι και καθαίρουσιν ἀποτρώγουσαι… … Dictionary of Greek