- ἀνδράριον
ἀνδράριον, τό, dim. von ἀνήρ, im verächtlichen Sinne, μοχϑηρά Ar. Ach. 517.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδράριον, τό, dim. von ἀνήρ, im verächtlichen Sinne, μοχϑηρά Ar. Ach. 517.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανδράριον — ἀνδράριον, το (Α) [(υποκορ. του) ανήρ] (χλευαστικά) άνθρωπος ποταπός, ελεεινός, ανθρωπάριο … Dictionary of Greek
ἀνδράριον — manikin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραρίοις — ἀνδράριον manikin neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραρίου — ἀνδράριον manikin neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραρίων — ἀνδράριον manikin neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραρίῳ — ἀνδράριον manikin neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδράρια — ἀνδράριον manikin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον … Dictionary of Greek
άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… … Dictionary of Greek
ԱՅՐՈՒԿ — ( ) NBH 1 0099 Chronological Sequence: Unknown date գ. ԱՅՐՈՒԿ որ եւ ԱՅՐԻԿ. այր ոք փոքրիկ, կարճիկ. մարդուկ. ... ἁνδρίον, ἁνδράριον parvus vir, homuncio *Եւ այլ ոմն ընդ նմա փոքրիկ այրուկ մի: Տեսանէր ʼի հովտի միում փոքրահասակ այրուկ մի. ՃՃ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)