ἀνδρά-ποδον

ἀνδρά-ποδον

ἀνδρά-ποδον, τό (vom Fuß, den der Herr auf den Sklaven setzt, um seine Herrschaft zu zeigen; weniger wahrscheinlich von ἀποδόσϑαι, verkaufen), der Sklave, bes. die durch Kriegsgefangenschaft in Sklavereigerathenen, αἰχμάλωτα Xen. An. 4, 1, 12; δοῦλα Hell. 1, 6, 15; Thuc. 8, 28 καὶ δοῠλα καὶ ἐλεύϑερα. Dann nimmt es den Nebenbegriff des Verächtlichen an, dem ἀνήρ entgeggstzt, Plat. Gorg. 483 b; vgl. Theag. 150 b; Xen. Mem. 4, 2, 39. – Hom. hat das Wort nur Iliad. 7, 475 ἔνϑεν οἰνίζοντο Ἀχαιοί, ἄλλοι χαλκῷ, ἄλλοι σιδήρῳ, ἄλλοι ῥινοῖς, ἄλλοι βόεσσιν, ἄλλοι δ' ἀνδραπόδεσσι; statt der metaplastischen Form ἀνδραπόδεσσι las Aristarch, nach Scholl. Didym., ἀνδραπόδοισι, verwarf aber den Vers als unächt, Scholl. Aristonic. ἀϑετεῖται, ὅτι νεωτερικὴ ὀνομασία τοῠ ἀνδράποδον· οὐδὲ γὰρ παρὰ τοῖς ἐπιβεβληκόσιν Ὁμήρῳ νοεῖται (Friedl. κεῖται). λυπεῖ δὲ καὶ τὸ ἄλλοι πλεονάζον, vgl. Eustath. 692, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ιχνόποδον — ἰχνόποδον, τὸ (Μ) ίχνος ποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + ποδον (< πούς, ποδός), πρβλ. ανδρά ποδον] …   Dictionary of Greek

  • pē̆ d-2, pō̆ d- —     pē̆ d 2, pō̆ d     English meaning: foot, *genitalia     Deutsche Übersetzung: “Fuß”; verbal “gehen, fallen”     Grammatical information: m. nom. sg. pō̆ ts, gen. ped és/ ós, nom. pl. péd es     Material: 1. O.Ind. pad “foot” (pü t, pü dam …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”