- ἀνδρ-αδέλφη
ἀνδρ-αδέλφη, u. -φος, Mannes Schwester u. Bruder, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρ-αδέλφη, u. -φος, Mannes Schwester u. Bruder, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek