- ἀνδρο-πρεπής
ἀνδρο-πρεπής, Männern geziemend?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνδρο-πρεπής, Männern geziemend?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητροπρεπής — μητροπρεπής, ές (Μ) αυτός που αρμόζει σε μητέρα. επίρρ... μητροπρεπῶς (Μ) με τρόπο που αρμόζει σε μητέρα, μητρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek
νυμφοπρεπής — νυμφοπρεπής, ές (Μ) αυτός που αρμόζει σε νύφη. Επίρρ. (στον υπερθ.) νυμφοπρεπεστάτως με τρόπο που κατ εξοχήν αρμόζει ή ταιριάζει σε νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek
παρθενοπρεπής — ές, Μ αυτός που αρμόζει σε παρθένο. επίρρ... παρθενοπρεπῶς Μ με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek
ρητοροπρεπής — ές, Α αυτός που προσιδιάζει σε ρήτορα ή στη ρητορική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek
υιοπρεπής — ές, Μ αυτός που αρμόζει σε υιό. επίρρ... υἱοπρεπῶς Μ με τρόπο που αρμόζει σε υιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + πρεπής (< πρέπω) πρβλ. ανδρο πρεπής] … Dictionary of Greek