ἀν-είδεος

ἀν-είδεος

ἀν-είδεος, gestaltlos, roh, ὕλη ἄμορφος καὶ ἀν. Plut. plac. phil. 1, 9, vgl. ἀνίδεος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εἴδεος — εἴ̱δεος , εἶδος that which is seen neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • πανείδεος — ον, Α (για τον θεό) αυτός που έχει ή μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, πανειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἶδος «σχήμα, μορφή» (πρβλ. αν είδεος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερείδεος — εία, ον, Α υπεράνω τού είδους, αυτός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εἶδος «σχήμα, μορφή» (πρβλ. παν είδεος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”