- ὀνείδειος
ὀνείδειος, ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦϑος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνείδειος, ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦϑος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονείδειος — ὀνείδειος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. ονειδιστικός, εξυβριστικός 2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειδος + κατάλ. ειος (πρβλ. παίδ ειος)] … Dictionary of Greek
ὀνείδειος — reproachful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνείδειον — ὀνείδειος reproachful masc/fem acc sg ὀνείδειος reproachful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδείοις — ὀνείδειος reproachful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδείοισιν — ὀνείδειος reproachful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀνειδίζω cast in pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδείῳ — ὀνείδειος reproachful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονειδείη — ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)] … Dictionary of Greek
ὀνειδείοισ' — ὀνειδείοισι , ὀνείδειος reproachful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὀνειδείοισα , ὀνειδίζω cast in pres part act fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀνειδείοισι , ὀνειδίζω cast in pres part act masc/neut dat pl (doric aeolic) ὀνειδείοισαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)