- ὀνείδισμα
ὀνείδισμα, τό, Vorwurf, Her 2, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνείδισμα, τό, Vorwurf, Her 2, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονείδισμα — ὀνείδισμα, τὸ (Α) [ονειδίζω] όνειδος, μομφή … Dictionary of Greek
ὀνείδισμα — insult neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδίσμασι — ὀνείδισμα insult neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνειδίσμασιν — ὀνείδισμα insult neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφρόνημα — το (AM καταφρόνημα, Μ και καταφρόνεμα[ν]) [καταφρονώ] νεοελλ. μσν. 1. προσβολή, ταπείνωση, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι («τόσους πλούσιους άρχοντες δίχως τιμή θωρείτε, νά χουν καταφρονέματα», Τζάνε, Κρ.πόλ.) 2. αντικείμενο περιφρόνησης… … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՏԻՆՔ — (տանաց.) NBH 2 0398 Chronological Sequence: Unknown date, 6c որ եւ ՆԱԽԱՏԱՆՔ (յորմէ է եւ հոլովն). ὅνειδος, ὁνειδισμός , ὁνείδισμα opprobrium, probrum, vituperatio, convicium, ignominia. Նախատելն, մանաւանդ նախատիլն, եւ առարկայ կամ նիւթ նախատանաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)