ὀνείδισις, ἡ, = ὀνειδισμος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονείδιση — η (Α ὀνείδισις) [ονειδίζω] ονειδισμός … Dictionary of Greek
ονειδισία — ὀνειδισία, ἡ (Μ) συκοφαντία, διαβολή («τὰς ὀνειδισίας καὶ τὰς πολλὰς ἐπιβουλὰς πῶς ὅλως ὑπομείνω;», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀνείδισις, κατά τα θηλ. σε ία] … Dictionary of Greek