ἀν-είκαστος

ἀν-είκαστος

ἀν-είκαστος, nicht bildlich darzustellen, Sp., ὕβρις D. Hal. 4, 66, jede Vorstellung überbietend, v. l. ἀνήκεστος; auch = nicht zu errathen, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εικαστός — εἰκαστός, ή, όν (Α) [εικάζω]·1. αυτός που μπορεί να παραβληθεί, παρόμοιος 2. νοητός, αντιληπτός με εικόνες 3. αυτός που προέρχεται από εικασία …   Dictionary of Greek

  • εἰκαστός — comparable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαστόν — εἰκαστός comparable masc acc sg εἰκαστός comparable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαστοῖς — εἰκαστός comparable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαστῷ — εἰκαστός comparable masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαστά — εἰκαστά̱ , εἰκαστής one who conjectures masc nom/voc/acc dual εἰκαστής one who conjectures masc voc sg εἰκαστής one who conjectures masc nom sg (epic) εἰκαστός comparable neut nom/voc/acc pl εἰκαστά̱ , εἰκαστός comparable fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαστῶν — εἰκαστής one who conjectures masc gen pl εἰκαστός comparable fem gen pl εἰκαστός comparable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εικαστικός — ή, ό (AM εἰκαστικός, ή, όν) [εικαστός] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός 2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει 3. «εικαστικές τέχνες» αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική …   Dictionary of Greek

  • ευείκαστος — εὐείκαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίον εύκολα εικάζει κάποιος 2. ικανός να εικάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικαστός (< εικάζω)] …   Dictionary of Greek

  • εἰκασταί — εἰκαστής one who conjectures masc nom/voc pl εἰκαστός comparable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰκαστάς — εἰκαστά̱ς , εἰκαστής one who conjectures masc acc pl εἰκαστά̱ς , εἰκαστής one who conjectures masc nom sg (epic doric aeolic) εἰκαστά̱ς , εἰκαστός comparable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”