- ἀν-είμων
ἀν-είμων, ον, ohne Kleider, Decken, Od. 3, 348.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-είμων, ον, ohne Kleider, Decken, Od. 3, 348.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ειμών — λειμών, ῶνος, ὁ (Α) βλ. λειμώνας … Dictionary of Greek
ευείμων — εὐείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειμων (< είμα «ένδυμα» < έννυμι «ενδύομαι»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek
κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
καλοείμων — καλοείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος, καλοφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
κροκοείμων — κροκοείμων, όειμον (Α) ο ντυμένος με ένδυμα βαμμένο με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. δροσο είμων, πτερο είμων] … Dictionary of Greek
λαμπρείμων — και λαμπροείμων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λαμπρά, δηλ. λευκά, ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κροκο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek
μελανείμων — ον (Α μελανείμων, και μελανοείμων, ον) 1. αυτός που φορά μαύρα ενδύματα, μαυροφόρος («τοὺς μελανείμονας τοὺς περὶ τὸν ποταμὸν οἰκοῡντας», Πολ.) 2. φρ. «μελανείμων ἑορτή» δημόσιο πένθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ … Dictionary of Greek
μονοείμων — μονοείμων, ον (Α) αυτός που έχει ή αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μεγαλο είμων] … Dictionary of Greek
πολυείμων — και πολυοίμων, ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελανο είμων] … Dictionary of Greek
φοινικείμων — και φοινικοείμων, εῑμον, Α αυτός που φορά ένδυμα πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μελαν είμων] … Dictionary of Greek