- ἀμείνων
ἀμείνων,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμείνων,
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμείνων — ἀμείνων ( ονος), ον (Α) συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός 1. ικανότερος, γενναιότερος 2. προτιμότερος, ωφελιμότερος 3. τὰ ἀμείνω το σωστό, το δίκαιο 4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ.… … Dictionary of Greek
ἀμείνων — better masc/fem nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνω — ἀμείνων better neut acc comp pl ἀμείνων better neut nom comp pl ἀμείνων better masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνονα — ἀμείνων better neut nom/voc/acc comp pl ἀμείνων better masc/fem acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνους — ἀμείνων better masc/fem nom/acc comp pl ἀμείνων better masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄμεινον — ἀμείνων better masc/fem voc comp sg ἀμείνων better neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεινόνων — ἀμείνων better gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεινόνως — ἀμείνων better adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνονας — ἀμείνων better masc/fem acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνονες — ἀμείνων better masc/fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείνονι — ἀμείνων better dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)