ὀξείδιον

ὀξείδιον

ὀξείδιον, τό, dim. zu ὄξος, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… …   Dictionary of Greek

  • ξίδι — το (Μ ξίδι και ξίδιν και ὀξίδιον) ξινό υγρό που παρασκευάζεται από μία ποικιλία ποτών, και ιδίως τού κρασιού, ή άλλων αλκοολούχων διαλυμάτων με οξική ζύμωση η οποία τα μετατρέπει σε υγρά που περιέχουν οξικό οξύ και που χρησιμοποιείται ως… …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՑԱԽ — (ոյ, կամ ի.) NBH 2 1000 Chronological Sequence: Unknown date, 14c գ. ὅξος, ὁξείδιον acetum ὁξύ aciditas. Կծու եւ բարկ ըմպելի՝ ʼի թթուոթենէ գինւոյ եւ այլոց հիւթոց կազմեալ, համեժիչ, զովացուցիչ, զօրացուցիչ. ... *Զքացախ ցքւոյ մի՛ արբցէ: Թացցես զպատառ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”