- ἀνεμο-τραφής
ἀνεμο-τραφής, Philostr. Imagg. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμο-τραφής, Philostr. Imagg. 2, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλοτραφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + τραφής (< θ. τραφ τού τρέφω*), πρβλ. ἀνεμο τραφής] … Dictionary of Greek