ἀνεμο-τρεφής

ἀνεμο-τρεφής

ἀνεμο-τρεφής, ές, vom Winde genährt, gestärkt, κῦμα, Il. 15, 625, die von Stürmen geschwellte Woge; ἔγχος, 11, 256, eine Lanze von einem Baume, der den Winden ausgesetzt gewesen u. dessen Holz dadurch gehärtet ist; so erkl. Aristarch, s. Scholl. Aristonic. zu der Stelle; vgl. Apoll. lex. Hom. Nach Scholl. Iliad. 15, 625 sagte Simonid. (frgm. 230 Bergk. Lyr. Gr. ed. 2), dem Hom. nachahmend, ἀνεμοτρεφέων πυλάων, vgl. Eustath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… …   Dictionary of Greek

  • πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] …   Dictionary of Greek

  • χθονοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ὑδατο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • υδατοτρεφής — ές, Α αυτός που τρέφεται με νερό ή αυξάνεται από το νερό ή μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”