- ἀνεμο-σκεπής
ἀνεμο-σκεπής, ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνεμο-σκεπής, ές, vor dem Winde schützend, windabwehrend, Il. 16, 224.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοσκεπής — ές (Μ θεοσκεπής, ές) αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμο σκεπής, α σκεπής] … Dictionary of Greek
πολυσκεπής — ές, Α 1. αυτός που σκεπάζει κάτι πολύ ή εντελώς 2. αυτός που προφυλάσσει κάτι σκεπάζοντας το. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκεπής (< σκέπος), πρβλ. ανεμο σκεπής] … Dictionary of Greek
επισκεπής — ἐπισκεπής, ές (Α) σκεπαστός, αυτός που προφυλάσσει από τον άνεμο και το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα»)] … Dictionary of Greek