- ἀξιό-ζηλος
ἀξιό-ζηλος, beneidenswerth, ἐπιτάφια Ael. V. H. 12, 64; vgl. N. A. 12, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξιό-ζηλος, beneidenswerth, ἐπιτάφια Ael. V. H. 12, 64; vgl. N. A. 12, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόζηλος — η, ο (Α κακόζηλος, ον) 1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία 2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση 3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… … Dictionary of Greek