ἀξιό-μαχος

ἀξιό-μαχος

ἀξιό-μαχος, im Kampf gewachsen, τινί, oft bei Her., z. B. 7, 157. 9, 98; mit folgdm inf., ὑπομεῖναι ἐμέ 7, 191; vgl. 6, 89; absolut, 8, 68. Auch Sp., z. B. Plut. thes. 4; πρὸς τὸν τύραννον Timol. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισχυρόμαχος — ἰσχυρόμαχος, ον (Μ) (για μάχη) αυτή που διεξάγεται με πείσμα, πεισματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό μαχος, πολύ μαχος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίμαχος — I (Κυρήνη 310; – Αλεξάνδρεια 240; π.Χ.). Ποιητής και φιλόλογος. Υπήρξε ο πιο τυπικός εκπρόσωπος του αλεξανδρισμού. Ο Κ. περηφανευόταν ότι καταγόταν από τον Βάττο, τον ιδρυτή της Κυρήνης, και γι’ αυτό αποκαλούσε τον εαυτό του Βαττιάδη. Εγκατέλειψε …   Dictionary of Greek

  • φιλόμαχος — η, ο / φιλόμαχος, ον, ΝΜΑ φιλοπόλεμος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”