- ἀξιό-κτητος
ἀξιό-κτητος, erwerbens-, besitzenswerth, Xen. Cyr. 5, 2, 10; auch Sp.; μισϑός, angemessener Preis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξιό-κτητος, erwerbens-, besitzenswerth, Xen. Cyr. 5, 2, 10; auch Sp.; μισϑός, angemessener Preis.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύκτητος — ον, Α αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιό κτητος] … Dictionary of Greek