- ἀξιό-πιστος
ἀξιό-πιστος, glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. -πίστως, Cic. Att. 13, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀξιό-πιστος, glaubwürdig, Plat. Alc. I, 123 a; εἴς τι Xen. Mem. 1, 5, 2; zuverlässig, Dem. 1, 3; Plut. oft. – Adv. -πίστως, Cic. Att. 13, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλόπιστος — η, ο 1. (για ανθρώπους) άνθρωπος καλής πίστεως, ειλικρινής, ευθύς, τίμιος, ανυστερόβουλος 2. (για πράξεις) αυτός που γίνεται με ειλικρινή τρόπο. επίρρ... καλοπίστως και καλόπιστα με καλή πίστη, με ειλικρίνεια προθέσεων, τίμια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κακόπιστος — η, ο (AM κακόπιστος, ον) αυτός που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, ο κακής πίστεως, δόλιος, ανειλικρινής νεοελλ. αυτός που διαστρέφει την αλήθεια για δικό του όφελος μσν. αρχ. αυτός που έχει εσφαλμένη θρησκευτική πίστη, αιρετικός, κακόδοξος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
μωρόπιστος — η, ο εύπιστος από έλλειψη πείρας ή από ακρισία, αφελής, άκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + πιστός (πρβλ. αξιό πιστος, καλό πιστος). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
πολύπιστος — ον, Α έμπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πιστός (πρβλ. αξιό πιστος)] … Dictionary of Greek
ταυτόπιστος — ον, Μ αυτός που έχει την ίδια πίστη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + πιστός (πρβλ. ἀξιό πιστος] … Dictionary of Greek
υδαρόπιστος — ον, Μ αυτός που έχει ασταθή πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑδαρής + πιστος (< πίστις), πρβλ. αξιό πιστος] … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek