ἀξιό-ποινος

ἀξιό-ποινος

ἀξιό-ποινος (ποινή), strafwürdig. Aber Ἀϑηνᾶ ἀξ., bei den Lakoniern, Paus. 3, 15, 6, die gerechte Strafen verhängt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • πολύποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει πολλές ποινές, που τιμωρεί αυστηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ποινος (< ποινή), πρβλ. αξιό ποινος, υστερό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • υστερόποινος — ον, Α αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόποινος — ον, Μ αυτός που αγαπά την εκδίκηση, την τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

  • φυγόποινος — η, ο, θηλ. και ος, Ν αυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία τού έχει επιβληθεί από δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό ποινος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”