ἀξιωματικός

ἀξιωματικός

ἀξιωματικός, 1) zur Würde gehörig, ehrwürdig, Pol. 33. 9; Plut. Alex. 12 Pomp. 2; mit μεγαλοπρεπής verbdn; mit einer Würde, einem Amte bekleidet, Plut.; zu einem Axiom gehörig; in Axiomen sprechend, Diog. L. 4, 33. – 2) bittend, λόγος Pol. 20, 9; ἐντολαί 31, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀξιωματικός — dignified masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξιωματικός — ή, ό (AM ἀξιωματικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει σχέση με ανώτερα αξιώματα ή αναφέρεται σ αυτά 2. ο σχετικός με αξιώματα της Λογικής ή των Μαθηματικών νεοελλ. Ι. 1. βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από τον βαθμό του ανθυπολοχαγού (και των… …   Dictionary of Greek

  • αξιωματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει κύρος, αυθεντικός: Η αξιωματική αντιπολίτευση αποχώρησε από τη βουλή. – Του μίλησε σε τόνο αξιωματικό. Το αρσ. ως ουσ., αξιωματικός, ο βαθμοφόρος των ενόπλων δυνάμεων από ανθυπολοχαγός (ή σημαιοφόρος ή ανθυποσμηναγός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξιωματικά — ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc pl ἀξιωματικά̱ , ἀξιωματικός dignified fem nom/voc/acc dual ἀξιωματικά̱ , ἀξιωματικός dignified fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωματικώτερον — ἀξιωματικός dignified adverbial comp ἀξιωματικός dignified masc acc comp sg ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωματικῶν — ἀξιωματικός dignified fem gen pl ἀξιωματικός dignified masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωματικόν — ἀξιωματικός dignified masc acc sg ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀξιωματικώτατον — ἀξιωματικός dignified masc acc superl sg ἀξιωματικός dignified neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατόνταρχος — Αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού που διοικούσε μία εκατονταρχία (βλ. λ.). Διακριτικό σύμβολο των ε. ήταν ένα κλήμα αμπελιού. Οι καλύτεροι από αυτούς διορίζονταν διοικητές της πρώτης εκατονταρχίας της πρώτης κοόρτεως. Όσοι από τους ε. δεν ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Όραμτη — Αξιωματικός του αιγυπτιακού στρατού, ένας από τους πρωτεργάτες της αιγυπτιακής ανεξαρτησίας. Βλ. λ. Άραμπι πασάς …   Dictionary of Greek

  • Τζοάνος — Αξιωματικός του Ναπολέοντα Βοναπάρτη από το Αμάρι της Κρήτης. Μετά την εξορία του αυτοκράτορα στην Αγία Ελένη πήγε στην Κρήτη και το 1821 πολέμησε τους Τούρκους με επιτυχία. Οι Τούρκοι ωστόσο τον συνέλαβαν με απάτη, τον φυλάκισαν στο Ρέθυμνο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”